Σκάκι
Κι έλεγα δεν μπορεί, θα αλλάξουμε, θα μάθουμε, θα γίνουμε άνθρωποι κάποια στιγμή, δεν μπορεί…
Έλεγα τόσους και τόσους αιώνες άνθρωποι, δεν μπορεί, θα βγάλουμε Ψυχή κάποια στιγμή, δεν μπορεί…
Ψυχή δική μας δεν βγάλαμε τελικά, μα τις Ψυχές των άλλων. Των αδύναμων, των χειραγωγημένων.
Με τα ίδια μας τα χέρια, με τα ίδια μας τα δόντια, με τα ίδια μας τα μάτια, με τα ίδια μας τα λόγια, με ότι απέμεινε να θυμίζει πως προερχόμαστε απ’ “το εξελιγμένο είδος”.
Απλουστεύσαμε τις ζωές μας και σκοτώσαμε τις Ψυχές μας.
Παλεύαμε τόσα χρόνια να στρώσουμε τα μυαλά και τις ζωές μας και χωθήκαμε σε καλούπια αδιέξοδα.
Μας κατέλαβαν αρρωστημένα μυαλά, μας κυρίευσαν πλάσματα γεμάτα ψυχολογικά και διαστροφή.
Δεν τους φτάνει σου λέγω ακόμα κι ολόκληρη τη Γη να κατακτήσουν.
Δεν τους αγγίζει ούτε το κλάμα των παιδιών, ούτε μπρος στα μάτια τους λυγίζουν.
Τίποτα δεν τους σταματάει.
Εδώ και τώρα πρέπει να ανακηρύξουμε Άρχοντα των Αρχόντων.
Στην κοινωνία μας ο Θρόνος φτιάχτηκε για να χωρά μονάχα Έναν.
Μα κοίτα γύρω μας, ο κόσμος γιόμωσε υποψήφιους βασιλιάδες. Είναι τόσοι πολλοί τελικά κι ας το αρνιόταν μέχρι χθες.
Κοίτα πόσο εύκολα φόρεσαν το στέμμα και ‘δώκαν διαταγή να ξεκινήσει ο πόλεμος.
Σαν παιδάκια που παίζουν με τα στρατιωτάκια τους.
Τόσο απλά τους φαίνονται τα πράγματα.
Κακομαθημένα, κλαψιάρικα, γεμάτα εγωισμό, παιδάκια, που δεν άκουσαν ένα όχι, δεν στερήθηκαν ποτέ τίποτα, γεννήθηκαν για να θέλουν και να μπορούν τα πάντα, να μην υπακούουν σε συμπόνιες και δικαιοσύνες.
Μάζεψε τα δάκρυα σου, εδώ δεν περνάνε αυτά.
Και τώρα; Τώρα βαρέθηκαν να παίζουν μόνο με τα δικά τους στρατιωτάκια. Τώρα θα βγουν στη γύρα να μαζώξουν και τα υπόλοιπα.
Τίποτα μην αφήσουν.
Όλα δικά τους. Μέχρι ο Ένας να τα κάνει όλα δικά του. Να μείνει όρθιος μόνος ο Ένας.
Σου λέγω αυτοί από παιδιά δεν νιώθουν τίποτα.
Πάνε χρόνια τώρα που τους κατέλαβε το κενό, μέσα στα τόσα πράγματα που στοιβάξαν στη ζωή τους, που χώρος για συναισθήματα κι άλλα γλυκανάλατα.
Γαλουχήθηκαν για να καταφέρνουν να χτίζουν τείχος γύρω απ’ τον εαυτό τους πρώτα κι ύστερα γύρω από κάθε άνθρωπο.
Αφού αυτοί ‘μάθαν να ζουν έτσι, έτσι θα ζήσουν κι όλοι οι άλλοι, με το στανιό.
Άλλωστε ποιός θέλει να ζει έξω απ’ το τείχος;
Μεταλλαγμένα, άνιωθα όντα, παραγιομωμένα με κενό κι αυτά, να γίνουν να θεριέψουν, με τη σειρά τους να δασκαλέψουν τους επόμενους, να μάθουν να κλείνουν το στόμα τους και να κάνουν την δουλειά τους.
Ανοχή στην ανοχή, μέρα με τη μέρα, γίνηκες κιόλας ολόιδιος με ‘δαύτους.
Και τώρα ξαφνικά, λες πως έτσι γίνεται ακόμη ο Πόλεμος.
Ενώ μέχρι χθες υπερασπιζόσουν πως στις μέρες μας δεν πιάνουν οι άνθρωποι τα όπλα.
Πως στην εποχή μας δεν βομβαρδίζουν πλέον.
Στην Ψυχή βαράνε μόνο πια.
Να τρέμεις, να φοβάσαι μήπως και τύχει να ‘χεις και ‘συ το μέλλον των παππούδων σου, να ζήσεις κανονικό Πόλεμο με όπλα, βομβαρδισμούς και πτώματα.
Μα τελικά και σήμερα γίνονται Πόλεμοι, Πόλεμοι κανονικοί με τα όλα τους, όπως εκείνοι της ιστορίας.
Γιατί κανένας Πόλεμος δεν πέρασε χωρίς νεκρούς, χωρίς όπλα, χωρίς βόμβες.
Κι ούτε πρόκειται…
Βάρβαροι ράτσα οι άνθρωποι, κτήνη ολάκερα.
Γιατί δυστυχώς, μέσα στις τόσες γνώσεις που αποκομίσαμε, ξεχάσαμε να διαβάσουμε για τα σημαντικά.
Νομίσαμε μες τη πλάνη του εγωισμού μας, πως μπορούμε να βρούμε την ηρεμία μέσα σε πλούτη και αρχηγιλίκια.
Και ‘μεις. Εμείς. Τα ξέρουμε όλα. Τα ξέραμε όλα.
Μπροστά στα μάτια μας, με την βοήθεια μας γίνονται τα Εγκλήματα.
Και με ‘χει πιάσει ένα Παράπονο, γεμάτο.
Γι’ αυτό κάθε βράδυ, στέλνω τη θλίψη μου βαρκάδα.
Τρέχω και κρύβομαι πίσω από αυτοσχέδιες κατασκευές, πίσω από πόρτες μισάνοιχτες και κουρτίνες σκισμένες.
Μπας και καταφέρω να μάθω να πλέκω λιγάκι Ψυχή στο μέσα μου.
Ρημαδιό κανονικό.
Λέω δεν μπορεί, τόσοι και τόσοι άξιοι Άνθρωποι περάσανε, που είχαν πλέξει με τα ίδια τους τα χέρια τη Ψυχή τους, δεν μπορεί…
Είπα, δεν μπορεί, έναν από δαύτους δεν γνώρισαν.
Δεν εμπνεύστηκαν έστω κι από έναν, που ‘χε στα σωθικά του Ψυχή και μάλιστα χειροποίητη, δεν μπορεί…
Σκέφτηκα, τόσοι και τόσοι σπουδαίοι γραμματιζούμενοι μας συμβούλεψαν.
Τόσοι και τόσοι σημαντικοί άνθρωποι αφιέρωσαν τη ζωή τους να μας δείξουν στη πράξη τι πάει να πει ζωή, δεν μπορεί…
Δεν μπορεί, κάπου, κάποιος, κάποιοι, θα γνώρισαν έναν τέτοιο Άνθρωπο.
Κάπου, κάτι, κάποιον άγγιξε έστω και στο τόσο.
Έστω κι ένα πλάσμα, ανώτερο, Ανθρώπινο, που ‘γινε παράδειγμα, πρότυπο. Δεν μπορεί…
Γι’ αυτό κάθε πρωί, σκουπίζω τα δάκρυά μου και με όση δύναμη μου έχει απομείνει αρπάζω κάθε τρόπο, κάθε μέσο και κάθε μπορώ μου.
Με όλα τα χρώματα τούτου του πλανήτη και κάθε σχέδιο του,
γράφω με τη σειρά μου απ’ την αρχή σε κάθε χαρτί, σε κάθε τοίχο, σε κάθε αυτί, σε κάθε καρδιά, πως δεν φτιάχτηκαν για να πολεμάνε οι άνθρωποι.
Γράφω με μια ελπίδα ζωγραφισμένη στο χαμόγελο και δυο-τρία όνειρα στα μάτια, πως οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να μην θέλουν να πολεμάνε.
Γιατί οι άνθρωποι φτιάχτηκαν για να ‘χουν Ψυχή.
Γιατί ποιος Άνθρωπος με Ψυχή μπορεί και θέλει να πολεμάει;
Κάθε πρωί, το φωνάζω, το ουρλιάζω.
Και ‘συ κι αυτός και Εμείς και Όλοι.
Κάθε πρωί, με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, με κάθε μπορώ μας,
να μην ξεχνάμε να δείχνουμε πως ακόμη διψάμε για Ψυχή.
Γιατί οι άνθρωποι φτιάχτηκαν για να ‘χουν Ψυχή.
Γιατί ποιος Άνθρωπος με Ψυχή μπορεί και θέλει να πολεμάει;
Γιατί οι άνθρωποι δεν φτιάχτηκαν για να πολεμάνε.
Μέχρι να τ’ ακούσουν όλοι.
Μέχρι να το δουν όλοι. Μέχρι να βγάζουν οι Άνθρωποι αληθινή Ψυχή. . . . . ~Σκάκι (απόσπασμα από Το Μανιφέστο της Κατακραυγής)


